Μήπως είμαστε τα αφανή θύματα του Τσέρνομπιλ»; Καταμεσής ενός καυτού Ιούλη, εν μέσω μιας γρανίτας λεμόνι και μίας κρύας σοκολάτας, ο φίλος μου, ο Κώστας έψαχνε πάλι μια δικαιολογία για την αρρώστια, που πέντε χρόνια πριν του χτύπησε την πόρτα και εισέβαλε απρόσκλητη στη ζωή του. Καχύποπτος -και πώς να μην είναι μετά απ’ όλα αυτά- ψάχνει από τότε έναν επαρκή και αρκετά ισχυρό λόγο να δικαιολογήσει αυτό που του συνέβη, που δεν έπρεπε ποτέ να του συμβεί, μα κάποιος κακός θεός τον ζήλεψε και τον τιμωρεί για το κακό που ποτέ δεν έκανε. Δεν είναι ο μόνος. Όλοι όσοι έχουμε ασθενήσει, περνάμε μια τέτοια φάση. Άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο. Γιατί η σκλήρυνση κατά πλάκας μοιάζει πάντα να ήρθε στη ζωή μας, χωρίς κανένα απολύτως λόγο, την καλύτερη μας στιγμή. Σαν ένας κακός θεός να μας ζήλεψε και να μας την έστειλε για να μας τιμωρήσει κι ας μην ήμασταν κακοί άνθρωποι. Οι αφορμές εκατομμύρια, μα πάντα τις ανακαλύπτουμε εκ των υστέρων. Στη σκλήρυνση άλλωστε δεν υπάρχει ποτέ πρόβλεψη.
Ο γιατρός μου -και πολλοί άλλοι γιατροί- προτρέπουν πάντα τους ασθενείς τους να μιλάνε για την αρρώστια τους. Είναι κάτι σαν ψυχοθεραπεία, σαν αυτό που κάνουμε με τον Κώστα στις συναντήσεις μας για καφέ. Μιλώντας για την αρρώστια τη φέρνεις στο ίδιο επίπεδο με σένα, την κάνεις να μοιάζει φθαρτή και θνητή, αντιμετωπίσιμη και ιάσιμη κι ας μην είναι όλες οι αρρώστιες αντιμετωπίσιμες και ιάσιμες. Σε κάποιες ο θάνατος σου κλείνει πονηρά το μάτι από την παρακάτω γωνία. Τουλάχιστον, από καμία μορφή της σκλήρυνσης κατά πλάκας, όπως από την αρχή σου λένε και σου υπογράφουν όλοι οι γιατροί του κόσμου, δεν πεθαίνεις. Βασανίζεσαι ίσως, μα μόνο ως εκεί. Και για ν’ αποφύγουμε τα βασανιστήρια, φροντίζουμε να κρατάμε το μικρόβιο κοιμισμένο 100 χρόνια, σαν την Ωραία Κοιμωμένη, πριν τον καλό πρίγκιπα και συνεχίζουμε να ζούμε. Μ’ ένα βάρος ακόμα κι αγωνιούμε μην τυχόν και χάσουμε μέσα από τα χέρια μας το μέτρο και γίνει ασήκωτο.
Όταν συναντήθηκα με τη σκλήρυνση κατά πλάκας, 12 χρόνια πριν, το 1999 (άλλα χρόνια, άλλη δεκαετία, ακόμα κι άλλος αιώνας κι άλλη χιλιετία) ελάχιστα ήξερα γι’ αυτήν. Πίστευα πως ήταν ένας εφιάλτης του παρελθόντος και πως δεν εμφανίζεται πλέον συχνά, ίσως να μην εμφανίζεται και καθόλου στον προηγμένο κόσμο μας. Μα από τους πολίτες του προηγμένου κόσμου η σκλήρυνση επέλεξε εμένα, τον Κώστα, τον Τόλη, την Κατερίνα και πολλούς άλλους για να μας υπενθυμίσει και να μας κάνει απόλυτα κατανοητή και σε όλο της το μεγαλείο τη μηδαμινότητα της ανθρώπινης ύπαρξής μας. Κάποια πράγματα έχουν τέτοια δύναμη, τόση δύναμη, που σου καταστρέφουν τις βεβαιότητες μιας ζωής με μιαν ανάσα.
Όταν αντιλήφθηκα τι μου συνέβη, δεν τρόμαξα. Αλήθεια, δεν τρόμαξα καθόλου. Άλλωστε, τα πρώτα συμπτώματα είχαν αρχίσει ήδη να υποχωρούν και ο γιατρός μου φρόντιζε πάντα να μου δίνει κουράγιο, χωρίς να μεγαλοποιεί τις καταστάσεις, εξηγώντας μου με απλά και κατανοητά λόγια τι μου συμβαίνει και πιο πολύ με τρόμαξε η όλη διαδικασία της μαγνητικής, παρά τα αποτελέσματα. Το μικρόβιο, που προκαλεί τις διάφορες αναστατώσεις, είπε εν τέλει ο γιατρός, δεν μπορούμε να το εξαλείψουμε, μπορούμε όμως να …το βάλουμε για ύπνο. Και για να παραμείνει κοιμισμένο χρόνια και χρόνια, έπρεπε κι εγώ ν’ αφήσω στην άκρη άγχος, στρες και λοιπές παρόμοιες συμπεριφορές (και όσες φορές δεν άκουσα τη συμβουλή του, το μετάνιωσα πικρά). Να συνεχίσεις τη ζωή σου, μου είπε και να μη χάσεις ποτέ την ελπίδα στο αύριο.
Δώδεκα χρόνια μετά, με εξάρσεις και υφέσεις, ψάχνω ακόμα να βρω το λόγο. Εξηγώντας, πάντα εκ των υστέρων, τα εννοούμενα των ποιητών βρίσκω εκατομμύρια αφορμές. Το λόγο, αν τελικά υπάρχει κάποιος λόγος, μάλλον θα τον ανακαλύψω τελευταία, μα είμαι η πρωταγωνίστρια αυτής της παράλογης ιστορίας και έχω πλέον ατέλειωτη υπομονή, η σκλήρυνση μου δίδαξε να έχω υπομονή. Κι είναι γελοίο, μα όλη αυτή η κατάσταση και το κρυφτούλι που παίζουμε μαζί της, μου θυμίζει κάποιους άσπονδους φίλους, που δε θέλεις ποτέ να συναντήσεις κι αν τυχόν βρεθούν στο δρόμο σου, φροντίζεις ν’ αλλάξεις γρήγορα πεζοδρόμιο και στενό, γιατί αν τύχει και κολλήσουν πάνω σου, δεν ξεκολλάνε με τίποτα. Και σου καταστρέφουν άνετα κάθε καλή διάθεση.
Αν σας πω ότι δε θύμωσα με ό,τι μου συνέβη, θα σας πω ψέματα. Δε θύμωσα απλά. Έξαλλη έγινα, μα όχι από την αρχή. Στην αρχή δεν κατάλαβα και πολλά. Κατάλαβα μετά. Και τότε θύμωσα. Θύμωσα πολύ. Θύμωσα βλέποντας την αρρώστια, νιώθοντας την αρρώστια πάνω μου, μέσα μου, δίπλα μου. Εξοργιζόμουν και εξοργίζομαι με ό,τι μου συνέβη. Τις συμβουλές του γιατρού μου δεν τις ξέχασα, τις ακολουθώ πιστά και δεν έβαλα τη ζωή μου στην άκρη για χάρη της. Συνεχίζω να ζω. Κι έκανα και κάνω πράγματα που 12 χρόνια πριν δε φανταζόμουν καν, ότι θα βρεθούν στο δρόμο μου. Και δεν τα έβαλε η σκλήρυνση εκεί. Εγώ τα δημιούργησα.
Θέλω απλά να πω πως η σκλήρυνση κατά πλάκας ή πολλαπλή σκλήρυνση, όπως θέλει τώρα να ονομάζεται, δε σταματάει τη ζωή. Η ζωή συνεχίζεται κι είναι αυτό φυσικός νόμος και κανόνας απαράβατος. Θύμωσα και θυμώνω, έγινα έξαλλη και γίνομαι ακόμα, μα έμαθα πια να ζω με μία νέα φιλενάδα, μια νέα άσπονδη, μα πιστή μου φίλη, που όσο κι αν θέλω να αποφύγω, είναι πάντα εκεί. Είτε στο σπίτι, είτε στο γραφείο, είτε για καφέ. Δεν μπορώ να τη διώξω από κοντά μου, μα αύριο ίσως βρεθεί η λύση για μια αρρώστια που ο γιατρός μου, υπομονετικός και ήρεμος πάντα, αποκαλεί απλά αδυναμία. Δεν έχασα τους φίλους μου κι έκανα και καινούργιους και είχα πάντα δίπλα μου την οικογένειά μου, τους ανθρώπους, που χρειαζόμουν και ήθελα κοντά μου, την ανιψιά μου να μου χαμογελάει και να γεμίζει φως ο κόσμος όλος. Κι είχα την τύχη να βρω γιατρούς, ανθρώπους μοναδικούς, που δε με άφησαν να τρομάξω ή να χάσω την ελπίδα. Και θυμάμαι πάντα αυτό που μου έλεγε ένας φίλος αληθινός, γιατρός νευρολόγος, που ήξερε από την αρχή την περιπέτειά μου: «Μην ανησυχείς. Αύριο, πριν ξημερώσει, θα βρουν τη λύση». (Εκείνος αποφάσισε να φύγει νωρίς για τα λιβάδια των ουρανών, στα 63 του μόλις χρόνια. Υποσχέθηκα πως θα τον επισκεφτώ στο νέο του σπίτι αμέσως μόλις βρω μια απάντηση). Με ή χωρίς σκλήρυνση η ζωή συνεχίζεται κι είναι πάντα γλυκιά κι ωραία. Και να σας πω ένα μυστικό; Τελικά, αυτή η αρρώστια δεν είναι ανίκητη. Μπορούμε να τη νικήσουμε, στο χέρι μας είναι. Κι αύριο, πριν ξημερώσει, μπορεί να βρεθεί η λύση. Αύριο, πριν ξημερώσει, θα βρεθεί η λύση. Το νέο φάρμακο, που θα αντικαταστήσει τις κάποιες φορές καθημερινές ενέσεις και όλα τα νέα φάρμακα που οι γιατροί σχεδιάζουν, δίνουν πολλές ελπίδες. Κι ο Τόλης, όταν έχει κέφια, δηλαδή πάντα, με ρωτάει πως περιμένω το νέο χάπι. Για να του απαντήσω με ύφος μοιραίας γυναίκας «με πάθος» και να σκάσει στα γέλια!
Κοζάνη, Απρίλιος 2011
* Αισθάνομαι την ανάγκη και την υποχρέωση να εκφράσω με κάθε ειλικρίνεια τις πιο θερμές μου ευχαριστίες προς το γιατρό μου κο Κωνσταντίνο Γ. Κώνστα, καθηγητή νευρολογίας και ψυχιατρικής του Α.Π.Θ. και τον κο Αναστάσιο Γ. Ωρολογά, καθηγητή νευρολογίας για τις σοφές συμβουλές τους και τη συμπαράστασή τους σε όλες τις «γκρίζες» στιγμές των τελευταίων 12 χρόνων. Πρέπει ακόμα να θυμηθώ -κι ας μη τον ξέχασα ποτέ- με αγάπη αφόρητη τον αείμνηστο Χρήστο Χαραχλέ, νευρολόγο, υπεύθυνο της νευρολογικής μονάδας του Μαμάτσειου Νομαρχιακού Νοσοκομείου Κοζάνης, συμπατριώτη μου απ’ τις κορυφές του Βοΐου, για τη δική του, ιδιαίτερη και ξεχωριστή συμπαράσταση, κάθε φορά που η …αδυναμία μου έκανε θριαμβευτικά την επανεμφάνισή της. Σ’ αυτούς χρωστάω τη δύναμη να ξεπεράσω με τις λιγότερες απώλειες το ρινγκ με τη σκλήρυνση κατά πλάκας αντίπαλο.